- ναστόν
- ναστόςclose-pressedmasc acc sgναστόςclose-pressedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνερίναστον — ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification masc/fem acc sg ἀνερί̱ναστον , ἀνερίναστος not ripened by caprification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναστός — ή, ὁ (ΑΜ ναστός, ή, όν) [νάσσω] 1. αυτός που έγινε με ισχυρή συμπίεση, πυκνά συμπιεσμένος, σφιχτός, πατικωμένος 2. αυτός που αποτελείται από την ίδια ύλη, από συμπιεσμένη μάζα, συμπαγής, στερεός, ο χωρίς κενό (μσν. αρχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ναστόν … Dictionary of Greek